- εὐπάταγος
- εὐ-πάταγος, ἀσπίς, laut rasselnd
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευπάταγος — εὐπάταγος, ον (Α) αυτός που κάνει μεγάλο θόρυβο, φοβερό πάταγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πάταγος] … Dictionary of Greek